Το να «γεμίζουν» χρώματα και σχήματα οι σελίδες, είναι ένας μαγευτικός τρόπος για τα παιδιά να επεκτείνουν τον κόσμο τους, να ταξιδέψουν με τη φαντασία τους και να καλλιεργήσουν τη δημιουργικότητά τους.
Τα παιδιά μέσα από την τέχνη επικοινωνούν, εκφράζουν τα συναισθήματά τους και τις ιδέες τους και μας δίνουν πρόσβαση στον ψυχικό τους κόσμο.
Κάποιοι γονείς βλέπουν όλα τα έργα των παιδιών τους αριστουργήματα, κάποιοι άλλοι λένε ένα τυπικό μπράβο και μετά πετάνε τις ζωγραφιές στα σκουπίδια.
Άλλοι προσπαθούν να μαντέψουν τι ζωγράφισε το παιδί και άλλοι σχολιάζουν το πόσο μοιάζουν οι ζωγραφιές με την πραγματικότητα.
Είναι τόσο σημαντική η ζωγραφική για το παιδί που το κάνουμε θέμα;
Πρέπει να επαινούμε όλες τις ζωγραφιές του;
Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο του, όταν εμείς λέμε τις ζωγραφιές του «μουντζούρες»;
Για να τα πούμε λίγο πιο αναλυτικά:
Η ανάγκη να παρακολουθούμε τις ζωγραφιές των παιδιών ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ακόμα θεωρούσαν ότι τα έργα των ψυχικά ασθενών είχαν διαγνωστική δύναμη και ότι η εικαστική έκφραση βοηθούσε στην αποκατάστασή τους.
Όσο όμως εξελίσσονταν η μελέτη της παιδικής ψυχολογίας, άρχισε να μελετάται και περισσότερο η απεικόνισή της στα παιδικά σχέδια.
Παράλληλα, παρατηρήθηκε η σύνδεσή της ζωγραφικής με τις γνωστικές ικανότητες του παιδιού, την ανάπτυξή του, την αίσθηση για το περιβάλλον του αλλά και τον εαυτό του.
Βρέθηκε επίσης ότι, η ανάπτυξη του παιδιού επηρεάζει και το πόσο πολύ χρησιμοποιεί τη φαντασία του.
Δηλαδή, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας ζωγραφίζουν κυρίως με τη φαντασία τους, χωρίς να αποτυπώνουν αυτά που βλέπουν γύρω τους, με σκοπό την ευχαρίστηση που παίρνουν από την κίνηση και τα χρώματα.
Ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά, ζωγραφίζουν συνδυαστικά πράγματα που θυμούνται αλλά και φαντάζονται, προσπαθώντας να αποδώσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα αντικείμενα γύρω τους.
Ο Lowenfeld , λοιπόν, το 1947, παρατηρεί παρακολουθώντας τα παιδιά να ζωγραφίζουν, ότι η ανάπτυξη των παιδιών ισούται με ανάπτυξη στις ζωγραφικές τους ικανότητες και καταγράφει αυτά τα εξελικτικά στάδια ως εξής:
♦ Μουντζουρώματα (2-3 ετών): Δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ των ζωγραφικών ιχνών και του τι αντιπροσωπεύουν.
♦ Προσχηματικό στάδιο: (4-7 ετών) : Τα σχήματα αποκτούν ταυτότητα και αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στοιχεία του περιβάλλοντος.
♦ Σχηματικό στάδιο (7-9 ετών): Τα παιδιά ζωγραφίζουν σχήματα αναγνωρίσιμα από τους ενήλικες, δίνοντας μια σαφή διαφοροποίηση ανάμεσα στο επίπεδο του εδάφους και το επίπεδο του ουρανού (συνήθως ζωγραφίζουν μια πράσινη και μια μπλε γραμμή για έδαφος και ουρανό αντίστοιχα). Επίσης, τα αντικείμενα σχεδιάζονται κοντά ή πάνω στο έδαφος και όχι ακανόνιστα στο χώρο και τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που έχουν για τα παιδιά τη μεγαλύτερη σημασία τείνουν να είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος.
♦ Στάδιο του ανατέλλοντος ή αναδυόμενου ρεαλισμού (9-11 ετών): Τα σχέδια αρχίζουν να εμφανίζουν πιο πολλές λεπτομέρειες και να γίνονται πιο περίπλοκα.
♦ Ψευδορεαλισμός ή λογική αιτιοκρατία (προεφηβεία): Τα σχέδια αποκτούν ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες, όπως επίσης και σκιές, ανάλογα με το φωτισμό.
♦ Περίοδος αποφάσεων (εφηβεία): Οι έφηβοι αντιλαμβάνονται τη ζωγραφική σαν μια δεξιότητα που δεν την έχουν όλο ι και αυτός είναι και ο λόγος που αυτό το τελευταίο στάδιο δεν παρατηρείται σε όλα τα παιδιά.
Το 2007 όμως, οι Hurwitz και Day μιλούν για τρία στάδια.
◊ Το πρώτο είναι το στάδιο της εξοικείωσης (2-5 ετών), στο οποίο τα παιδιά αρχικά σχεδιάζουν σημάδια και μουντζούρες και σταδιακά αρχίζουν να τα οργανώνουν και να τους δίνουν ερμηνείες.
◊ Το δεύτερο στάδιο είναι το στάδιο της δημιουργίας συμβόλων (6-9 ετών), στο οποίο τα παιδιά συμβολοποιούν σταδιακά τα σχέδιά τους, δίνοντάς τους ερμηνείες. Τα σύμβολα αποκτούν όλο και πιο πολλές λεπτομέρειες.
◊ Το τελευταίο είναι το προεφηβικό στάδιο (10-13 ετών), στο οποίο τα παιδιά κατανοώντας περισσότερα στοιχεία του περιβάλλοντός τους, αντικατοπτρίζουν στοιχεία από την κοινωνία ή τα ΜΜΕ. Τα παιδιά σε αυτό το στάδιο επιθυμούν να αναπτύσσουν όλο και περισσότερο τις δυνατότητές τους.(Πηγή: Ερευνώντας τον κόσμο του παιδιού / Τεύχος 13 /2014)
Μέσα από τη ζωγραφική τα παιδιά καλλιεργούν δεξιότητες, αναπτύσσουν την λεπτή και αδρή κινητικότητα, μαθαίνουν να κρατούν σωστά το μολύβι και αποκτούν γνώσεις για τα χρώματα, τα σχήματα, τα υλικά.
Επιπλέον, με το να βελτιώνουν τις ικανότητές τους στη ζωγραφική, αναπτύσσουν και άλλα μέρη του εγκεφάλου όπως η χωρική επίγνωση και το λεξιλόγιο.
Μαθαίνουν να οργανώνουν τη σκέψη τους και άρα την συγκέντρωσή τους, ενώ εξασκούν την παρατηρητικότητά τους, που θα βοηθήσει στην κατάκτηση της ανάγνωσης αργότερα.
Όμως, η ζωγραφική δεν βοηθά μόνο στην σωματική και πνευματική ανάπτυξη του παιδιού. Ζωγραφίζοντας τα παιδιά μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη ζωγραφική ως μέθοδο χαλάρωσης ή έκφρασης.
Αυτό οδηγεί στην καλύτερη αντίληψη και διαχείριση των συναισθημάτων τους ,εξασφαλίζοντας και την ψυχική τους υγεία στο μέλλον.
Όταν τα παιδιά ζωγραφίζουν, σκέφτονται πόσο θα αρέσει η ζωγραφιά τους στη μαμά ή στον μπαμπά.
Όταν εμείς κρίνουμε αρνητικά τα έργα τους, μπορούμε να επηρεάσουμε την ψυχολογία τους σε πολύ βαθιά επίπεδα, προκαλώντας αντίκτυπο και στην ενήλικη ζωή τους.
Καθώς το παιδί δεν είναι αρκετά ώριμο να καταλάβει ότι η κριτική μας (μπορεί να) έχει καλά κίνητρα και να την εκτιμήσει θετικά, πληγώνεται βαθιά, όχι μόνο στιγμιαία αλλά και μακροπρόθεσμα.
Μπορεί να νιώθει ότι το απορρίπτουμε, να αμφιβάλλει για την αγάπη μας και να θεωρεί ότι δεν είναι «άξιο» αυτής. Μπορεί να νιώθει ότι δεν είναι αρκετά ικανό, να σταματά να προσπαθεί για το οτιδήποτε και να νιώθει ανασφάλεια για τις επιλογές του.
Ή μαθαίνει να μιλά αρνητικά στον εαυτό του και για τον εαυτό του και κατ’ επέκταση μιλά και φέρεται με επιθετικό τρόπο και στους ανθρώπους που αγαπά θεωρώντας ότι αυτό είναι επιτρεπτό και αποδεκτό. Μαθαίνει δηλαδή να μην είναι ικανοποιημένο με τίποτα. Να μην είναι ευτυχισμένο.
Οπότε με το να ενισχύουμε με θετικά σχόλια την προσπάθεια, με το να γιορτάζουμε τις ιδέες τους, με το να τους κάνουμε ερωτήσεις για τα έργα τους και να τα στολίζουμε σε περίοπτη θέση όπου θα τα θαυμάζουμε συχνά, καλλιεργούμε την αγάπη τους για τη ζωγραφική και βοηθάμε στην καλή τους αυτοεικόνα, στο να αναπτύξουν δηλαδή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση.
Για αυτό πρέπει να θυμόμαστε ότι οι μουντζούρες είναι κάτι περισσότερο από μουντζούρες.
Ταυτόχρονα όμως και σύμφωνα με έρευνες, η υπερβολική επιβράβευση μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό στο παιδί.
Κι αυτό γιατί όταν επιβραβεύουμε κάποιον για κάτι που έχει κάνει σαν να είναι τέλειο, οι πιθανότητες να το ξανακάνει μειώνονται δραματικά, εφόσον θεωρεί ότι το έχει κατακτήσει εντελώς.
Οπότε , οι ερευνητές κατέληξαν στο ότι η επιβράβευση λειτουργεί μόνο όταν είναι σχετική με το περιεχόμενο.
Για παράδειγμα όταν ένα παιδί μας δείχνει μια ζωγραφιά, είναι πιο βοηθητικό να λέμε «Μα τι έξυπνο που το ζωγράφισες έτσι!», παρά «Μα τι έξυπνο που είσαι!».
Έτσι, το παιδί μαθαίνει ότι είμαστε οι πράξεις μας και προσπαθεί πάντα να βελτιώνεται.
Πώς θα κρατάμε αυτές τις λεπτές ισορροπίες, σχολιάζοντας τα έργα των παιδιών;
Ορίστε μερικές συμβουλές για να τα βγάλετε πέρα χωρίς να τρελαθείτε:
- Μην υποθέτετε ότι ξέρετε τι ζωγράφισε. Προτιμήστε να πείτε «Πες μου για τη ζωγραφιά σου!».
- Παρατηρήστε και σχολιάστε τις λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, πείτε « Βλέπω ότι έφτιαξες ένα μπλε λουλούδι. Θες να μου πεις για αυτό;».
- Σχολιάστε την προσπάθεια, για να ενθαρρύνετε την προσπάθεια: «Βλέπω ότι προσπάθησες πάρα πολύ να γεμίσεις όλο το χαρτί με χρώμα!».
- Γιορτάστε και στολίστε τις ζωγραφιές σε περίοπτη θέση για να ενισχύσετε την αίσθηση της επιτυχίας.
- Όταν δεν ξέρετε τι να πείτε προτιμήστε να κάνετε κάποιο νόημα: ένα χαμόγελο, ένα «κόλλα πέντε» ή ένα like με τον αντίχειρα.
- Θυμηθείτε να μην κρίνετε αρνητικά ούτε τις δικές σας καλλιτεχνικές δεξιότητες. Η ζωγραφική πρέπει να είναι μέσο ελεύθερης έκφρασης και όχι μέτρησης δεξιοτήτων.
Καλές ζωγραφικές περιπέτειες!
Αυγή Τσαγκαλίδου
Ειδικός προσχολικής αγωγής, δραστηριοτήτων δημιουργίας και έκφρασης